- οστοθήκη
- ὀστοθήκη, ἡ (Α)θήκη οστών, σαρκοφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀστοθήκαις — ὀστοθήκη receptacle for bones fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστοθήκην — ὀστοθήκη receptacle for bones fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστοθήκιον — ὀστοθήκιον, τὸ (Α) [οστοθήκη] μικρή οστοθήκη … Dictionary of Greek
οστοθηκάριον — ὀστοθηκάριον, τὸ (Α) [οστοθήκη] υποκορ. τού οστοθήκη … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
οστοφάγος — ὀστοφάγος, ὁ (Α) οστοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αορ. β τού ἐσθίω «τρώω»)] … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek